ενέπηξα
Смотреть что такое "ενέπηξα" в других словарях:
ἐνέπηξα — ἐμπήγνυμι fix aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνέπηξα — ἐμπήγνυμι fix aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)